παρασκευή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Παρασκευή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασκευή οι παρασκευές
      γενική της παρασκευής των παρασκευών
    αιτιατική την παρασκευή τις παρασκευές
     κλητική παρασκευή παρασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρασκευή < αρχαία ελληνική παρασκευή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρασκευή θηλυκό

  1. οι ενέργειες που απαιτούνται για να παρασκευάσει κάποιος κάτι
    συμβουλές και οδηγίες για το παντεσπάνι, τη συνταγή και τον τρόπο παρασκευής του θα βρείτε σε πολλά βιβλία μαγειρικής

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη παρασκευάζω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρασκευή θηλυκό

  1. προπαρασκευή, προετοιμασία

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]