παραστάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραστάδα οι παραστάδες
      γενική της παραστάδας των παραστάδων
    αιτιατική την παραστάδα τις παραστάδες
     κλητική παραστάδα παραστάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραστάδα < αρχαία ελληνική παραστάς < παρά + ἵσταμαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραστάδα θηλυκό

  1. δοκός στα πλαϊνά της πόρτας
  2. (αρχιτεκτονική) δοκάρι ή κολόνα τετράγωνου σχήματος εκατέρωθεν ενός ανοίγματος του κτηρίου (πόρτα, παράθυρο) ως δομικό ή διακοσμητικό στοιχείο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]