παραστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραστατικός < ελληνιστική κοινή παραστατικός < αρχαία ελληνική παρίστημι < παρά + ἵστημι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική descriptif[1] [2])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.sta.tiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]παραστατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με παράσταση[3] ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που παρουσιάζει κάτι εναργώς με ωραίο και ζωηρό τρόπο και γλαφυρό ύφος
- ※ Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)
- (ουσιαστικοποιημένο) παραστατικό / παραστατικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναπαραστατικά
- αναπαραστατικός
- αντιπαραστατικός
- παραστατικά
- παραστατικό
- παραστατικότητα
- → δείτε τις λέξεις παράσταση, παρά και στέκομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραστατικός
- ↑ παραστατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ παραστατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σε όλες τις σημασίες της λέξης
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)