παρασχεθείσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασχεθείσα θηλυκό της μετοχής παρασχεθείς του αορίστου παρεσχέθην του ρήματος παρέχω < ἔχω