παρατάσσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρατάσσομαι < αρχαία ελληνική παρατάσσομαι, μέση φωνή του παρατάσσω < παρά + τάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
παρατάσσομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρατάσσω
- τάσσομαι σε σειρά, σε τάξη, σε στρατιωτική παρέλαση, σε διαδήλωση, στην αυλή του σχολείου, στις επιδείξεις
- συμμαχώ, υποστηρίζω, συμπαρατάσσομαι
- παρατάχθηκε με τους κεντροδεξιούς στις τελευταίες εκλογές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρατάσσομαι
|