παρατηρητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παρατηρητικά < παρατηρητικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
παρατηρητικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παρατηρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρατηρητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παρατηρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρατηρητικός