παραφορτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραφορτώνω < παρα- + φορτώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραφορτώνω (παθητική φωνή: παραφορτώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) φορτώνω υπερβολικά
     συνώνυμα: επιφορτίζω, υπερφορτώνω
  2. (μεταφορικά) επιβαρύνω κάποιον με υπέρμετρο φορτίο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]