παραφράστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφράστρια < παραφραστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραφράστρια θηλυκό
- θηλυκό του παραφραστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφράστρια
|