παραφυσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραφυσικός, -ή, -ό
- που δε μπορεί να εξηγηθεί με την επιστημονική μέθοδο, υπερφυσικός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- παραφυσικό φαινόμενο/παραφυσική δραστηριότητα: πλαστό ή αλλοιωμένο γεγονός, προϊόν θεωρίας συνωμοσίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφυσικός