Μετάβαση στο περιεχόμενο

παραχαράζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραχαράζω < αρχαία ελληνική παραχαράσσω < παρά + χαράσσω

παραχαράζω (παθητική φωνή: παραχαράζομαι)

  1. είμαι παραχαράκτης, φτιάχνω πλαστά νομίσματα ή χαρτονομίσματα
  2. (μεταφορικά) διαστρέφω, αλλοιώνω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]