παραχαράκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραχαράκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραχαράκτης < αρχαία ελληνική παραχαράσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραχαράκτης αρσενικό (θηλυκό παραχαράκτρια)
- αυτός που προσπαθεί να παραγάγει πλαστά χαρτονομίσματα ή κίβδηλα νομίσματα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παραχαράζω και χαράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραχαράκτης
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
- {(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
- άλλες μορφές: παραχαρακτής
Πηγές[επεξεργασία]
- παραχαράκτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραχαράκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)