Μετάβαση στο περιεχόμενο

παραχαράσσω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραχαράσσω < αρχαία ελληνική παρα- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.xaˈɾa.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραχαράσσω

παραχαράσσω, αόρ.: παραχάραξα, παθ.φωνή: παραχαράσσομαι, π.αόρ.: παραχαράχθηκα, μτχ.π.π.: παραχαραγμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κοινοί τύποι με το παραχαράζω: με θέμα παραχαρακ-, παραχαραξ-, παραχαραγ-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • παραχαράσσω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραχαράσσω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρα- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

παραχαράσσω