παραχαϊδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.xai̯ˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χαϊ‐δεύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]παραχαϊδεύω, αόρ.: παραχάιδεψα, παθ.φωνή: παραχαϊδεύομαι, π.αόρ.: παραχαϊδεύτηκα, μτχ.π.π.: παραχαϊδεμένος
- (επιτατικό ρήμα) χαϊδεύω κάποιον υπερβολικά, του κάνω όλα τα χατίρια, τον καλομαθαίνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραχαϊδεύω | παραχάιδευα | θα παραχαϊδεύω | να παραχαϊδεύω | παραχαϊδεύοντας | |
β' ενικ. | παραχαϊδεύεις | παραχάιδευες | θα παραχαϊδεύεις | να παραχαϊδεύεις | παραχάιδευε | |
γ' ενικ. | παραχαϊδεύει | παραχάιδευε | θα παραχαϊδεύει | να παραχαϊδεύει | ||
α' πληθ. | παραχαϊδεύουμε | παραχαϊδεύαμε | θα παραχαϊδεύουμε | να παραχαϊδεύουμε | ||
β' πληθ. | παραχαϊδεύετε | παραχαϊδεύατε | θα παραχαϊδεύετε | να παραχαϊδεύετε | παραχαϊδεύετε | |
γ' πληθ. | παραχαϊδεύουν(ε) | παραχάιδευαν παραχαϊδεύαν(ε) |
θα παραχαϊδεύουν(ε) | να παραχαϊδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραχάιδεψα | θα παραχαϊδέψω | να παραχαϊδέψω | παραχαϊδέψει | ||
β' ενικ. | παραχάιδεψες | θα παραχαϊδέψεις | να παραχαϊδέψεις | παραχάιδεψε | ||
γ' ενικ. | παραχάιδεψε | θα παραχαϊδέψει | να παραχαϊδέψει | |||
α' πληθ. | παραχαϊδέψαμε | θα παραχαϊδέψουμε | να παραχαϊδέψουμε | |||
β' πληθ. | παραχαϊδέψατε | θα παραχαϊδέψετε | να παραχαϊδέψετε | παραχαϊδέψτε | ||
γ' πληθ. | παραχάιδεψαν παραχαϊδέψαν(ε) |
θα παραχαϊδέψουν(ε) | να παραχαϊδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραχαϊδέψει | είχα παραχαϊδέψει | θα έχω παραχαϊδέψει | να έχω παραχαϊδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις παραχαϊδέψει | είχες παραχαϊδέψει | θα έχεις παραχαϊδέψει | να έχεις παραχαϊδέψει | έχε παραχαϊδεμένο | |
γ' ενικ. | έχει παραχαϊδέψει | είχε παραχαϊδέψει | θα έχει παραχαϊδέψει | να έχει παραχαϊδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραχαϊδέψει | είχαμε παραχαϊδέψει | θα έχουμε παραχαϊδέψει | να έχουμε παραχαϊδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε παραχαϊδέψει | είχατε παραχαϊδέψει | θα έχετε παραχαϊδέψει | να έχετε παραχαϊδέψει | έχετε παραχαϊδεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραχαϊδέψει | είχαν παραχαϊδέψει | θα έχουν παραχαϊδέψει | να έχουν παραχαϊδέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραχαϊδεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραχαϊδεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραχαϊδεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραχαϊδεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραχαϊδεύομαι | παραχαϊδευόμουν(α) | θα παραχαϊδεύομαι | να παραχαϊδεύομαι | ||
β' ενικ. | παραχαϊδεύεσαι | παραχαϊδευόσουν(α) | θα παραχαϊδεύεσαι | να παραχαϊδεύεσαι | (παραχαϊδεύου) | |
γ' ενικ. | παραχαϊδεύεται | παραχαϊδευόταν(ε) | θα παραχαϊδεύεται | να παραχαϊδεύεται | ||
α' πληθ. | παραχαϊδευόμαστε | παραχαϊδευόμαστε παραχαϊδευόμασταν |
θα παραχαϊδευόμαστε | να παραχαϊδευόμαστε | ||
β' πληθ. | παραχαϊδεύεστε | παραχαϊδευόσαστε παραχαϊδευόσασταν |
θα παραχαϊδεύεστε | να παραχαϊδεύεστε | (παραχαϊδεύεστε) | |
γ' πληθ. | παραχαϊδεύονται | παραχαϊδεύονταν παραχαϊδευόντουσαν |
θα παραχαϊδεύονται | να παραχαϊδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραχαϊδεύτηκα | θα παραχαϊδευτώ | να παραχαϊδευτώ | παραχαϊδευτεί | ||
β' ενικ. | παραχαϊδεύτηκες | θα παραχαϊδευτείς | να παραχαϊδευτείς | παραχαϊδέψου | ||
γ' ενικ. | παραχαϊδεύτηκε | θα παραχαϊδευτεί | να παραχαϊδευτεί | |||
α' πληθ. | παραχαϊδευτήκαμε | θα παραχαϊδευτούμε | να παραχαϊδευτούμε | |||
β' πληθ. | παραχαϊδευτήκατε | θα παραχαϊδευτείτε | να παραχαϊδευτείτε | παραχαϊδευτείτε | ||
γ' πληθ. | παραχαϊδεύτηκαν παραχαϊδευτήκαν(ε) |
θα παραχαϊδευτούν(ε) | να παραχαϊδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραχαϊδευτεί | είχα παραχαϊδευτεί | θα έχω παραχαϊδευτεί | να έχω παραχαϊδευτεί | παραχαϊδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραχαϊδευτεί | είχες παραχαϊδευτεί | θα έχεις παραχαϊδευτεί | να έχεις παραχαϊδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραχαϊδευτεί | είχε παραχαϊδευτεί | θα έχει παραχαϊδευτεί | να έχει παραχαϊδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραχαϊδευτεί | είχαμε παραχαϊδευτεί | θα έχουμε παραχαϊδευτεί | να έχουμε παραχαϊδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραχαϊδευτεί | είχατε παραχαϊδευτεί | θα έχετε παραχαϊδευτεί | να έχετε παραχαϊδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραχαϊδευτεί | είχαν παραχαϊδευτεί | θα έχουν παραχαϊδευτεί | να έχουν παραχαϊδευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παραχαϊδεμένος - είμαστε, είστε, είναι παραχαϊδεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παραχαϊδεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παραχαϊδεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παραχαϊδεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παραχαϊδεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παραχαϊδεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παραχαϊδεμένοι |