παραχοντραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραχοντραίνω < παρα- + χοντραίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραχοντραίνω

  1. (κυριολεκτικά, μεταβατικό) κάνω κάποιον (ή κάτι) πολύ χοντρό ή συμβάλλω σε κάτι τέτοιο
     συνώνυμα: παραπαχαίνω
  2. (κυριολεκτικά, αμετάβατο) γίνομαι πολύ χοντρός
     συνώνυμα: παραπαχαίνω
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι το οποίο πρέπει να λάβει κάποιος σοβαρά ή να ανησυχήσει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]