παραχρήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παραχρῆμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραχρήμα < αρχαία ελληνική παραχρῆμα από τη φράση παρὰ τὸ χρῆμα

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραχρήμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • αὐθωρεί και παραχρῆμα : αυτή την ὥρα και πάνω στην ανάγκη, κατά λέξη στα αρχαία ελληνικά, πλεονασμός για να ενταθεί η έννοια, τώρα αμέσως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]