παραχωρητήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραχωρητήριος η παραχωρητήρια το παραχωρητήριο
      γενική του παραχωρητήριου της παραχωρητήριας του παραχωρητήριου
    αιτιατική τον παραχωρητήριο την παραχωρητήρια το παραχωρητήριο
     κλητική παραχωρητήριε παραχωρητήρια παραχωρητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραχωρητήριοι οι παραχωρητήριες τα παραχωρητήρια
      γενική των παραχωρητήριων των παραχωρητήριων των παραχωρητήριων
    αιτιατική τους παραχωρητήριους τις παραχωρητήριες τα παραχωρητήρια
     κλητική παραχωρητήριοι παραχωρητήριες παραχωρητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραχωρητήριος < παραχωρώ + -τήριος

Επίθετο[επεξεργασία]

παραχωρητήριος

  1. που έχει σχέση με παραχώρηση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) παραχωρητήριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]