παρείσφρησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρείσφρησῐς αἱ παρεισφρήσεις
      γενική τῆς παρεισφρήσεως τῶν παρεισφρήσεων
      δοτική τῇ παρεισφρήσει ταῖς παρεισφρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρείσφρησῐν τὰς παρεισφρήσεις
     κλητική ! παρείσφρησῐ παρεισφρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεισφρήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρεισφρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρείσφρησις < παρεισφρέω, παρεισφρη- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρείσφρησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]