παρεγκεφαλίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρεγκεφαλίς αἱ παρεγκεφαλίδες
      γενική τῆς παρεγκεφαλίδος τῶν παρεγκεφαλίδων
      δοτική τῇ παρεγκεφαλίδ ταῖς παρεγκεφαλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρεγκεφαλίδ τὰς παρεγκεφαλίδᾰς
     κλητική ! παρεγκεφαλίς* παρεγκεφαλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεγκεφαλίδε
γεν-δοτ τοῖν  παρεγκεφαλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεγκεφαλίς < παρ- + ἐγκέφαλ(ος) + -ίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρεγκεφαλίς, -ίδος θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]