παρειδωλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρειδωλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: παρ- + είδωλο + -ία < pareidolia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρειδωλία θηλυκό
- το ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα δυσδιάκριτο ή ασαφές εξωτερικό ερέθισμα εκλαμβάνεται εσφαλμένα ως ευκρινές και πλήρως αναγνωρίσιμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρειδωλία