παρεισαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεισαγωγή < ελληνιστική κοινή παρεισαγωγή < αρχαία ελληνική παρεισάγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρεισαγωγή θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παραεισάγω, εισάγω και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεισαγωγή
|