παρεκβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεκβολή < ελληνιστική κοινή παρεκβολή < παρεκβάλλω < παρά + αρχαία ελληνική ἐκβάλλω < ἐκ + βάλλω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾek.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρεκ‐βο‐λή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρεκβολή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεκβολή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)