παρεκκλήσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεκκλήσιο < μεσαιωνική ελληνική παρεκκλήσιον < παρά + ἐκκλησία < καλέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρεκκλήσιο ουδέτερο
- (θρησκεία) άλλη μορφή του παρεκκλήσι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεκκλήσιο
|