παρεμβαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεμβαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾeɱˈve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρεμ‐βαί‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
παρεμβαίνω
- εμπλέκομαι ενεργά σε μια κατάσταση
- μπαίνω ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
- μεσολαβώ μεταξύ προσώπων, επεμβαίνω
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεμβαίνω