παρεμβολή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεμβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρεμβολή (εισαγωγή) < παρεμβάλλω < παρά (παρ-) + ἐμβάλλω < ἐν (ἐμ-) + βάλλω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾeɱ.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρεμ‐βο‐λή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρεμβολή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρεμβάλλω
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις παρεμβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεμβολή
Πηγές
[επεξεργασία]- παρεμβολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρεμβολή | αἱ | παρεμβολαί |
| γενική | τῆς | παρεμβολῆς | τῶν | παρεμβολῶν |
| δοτική | τῇ | παρεμβολῇ | ταῖς | παρεμβολαῖς |
| αιτιατική | τὴν | παρεμβολήν | τὰς | παρεμβολᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | παρεμβολή | παρεμβολαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρεμβολᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρεμβολαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
[επεξεργασία]- παρεμβολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρεμβολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἐμ- (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)