Μετάβαση στο περιεχόμενο

παρεμποδίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρεμποδίζω < παρά + εμποδίζω

παρεμποδίζω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]