παρεμπρός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεμπρός < παρ- + εμπρός ή μεσαιωνική ελληνική παρέμπροσθεν < αρχαία ελληνική παρά + ἔμπροσθεν
Επίρρημα
[επεξεργασία]παρεμπρός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεμπρός
|