παρενέργεια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρενέργεια < παρ- + ενέργεια, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Nebenwirkung
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρενέργεια θηλυκό
- (ειδικότερα) πρόσθετη ανεπιθύμητη επίδραση φαρμακευτικής ουσίας ή σκευάσματος στον οργανισμό ατόμων όταν το χρησιμοποιούν
- (συνεκδοχικά) αρνητική συνέπεια κάποιου γεγονότος ή κάποιας ενέργειας
- (επιστήμη υπολογιστών) η μεταβολή στο σύστημα που προκαλείται από μία συνάρτηση ή έκφραση μετά την ολοκλήρωση της λειτουργίας της, που μπορεί να είναι επιθυμητή ή να δυσκολεύει τον σχεδιασμό του προγράμματος.[1]
- ⮡ Εξ ορισμού οι καθαρές συναρτήσεις δεν έχουν παρενέργειες σε αντίθεση με τις μη καθαρές.
- ⮡ Συνάρτηση που καλείται με αναφορά (call-by-reference), έχει παρενέργειες γιατί μεταβάλει τιμές σε θέσεις μνήμης, που μπορεί να είναι και το επιθυμητό.
- Δείτε επίσης: παρενέργεια (υπολογιστές) στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρενέργεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) Increment/decrement operators, and side effects, προσπέλαση 2019-12-22
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστήμη υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)