παρεξήγηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρεξήγηση | οι | παρεξηγήσεις |
γενική | της | παρεξήγησης* | των | παρεξηγήσεων |
αιτιατική | την | παρεξήγηση | τις | παρεξηγήσεις |
κλητική | παρεξήγηση | παρεξηγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεξηγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεξήγηση < ελληνιστική παρεξήγησις (παρερμηνεία)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾeˈksi.ʝi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρεξήγηση θηλυκό
- η λανθασμένη ερμηνεία των λόγων και των πράξεων ενός ανθρώπου και η απόδοση σε αυτόν κακών προθέσεων
- ※ Ξεδιπλώνοντας έναν πραγματικό πανηγυρικό της γλωσσικής δημιουργίας, ποικιλίας και διαφοράς, το πολύγλωσσο ποίημα επι τυγχάνει να απαλλάξει την πολυγλωσσία από το στίγμα της παρεξήγησης και της καχυποψίας. (Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Γιάννης Ε. Παππάς, Eλληνικός μεταπολεμικός υπερρεαλισμός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, 2005, σελ. 140)
- η ψυχρότητα μεταξύ δύο ανθρώπων ως αποτέλεσμα της ελλιπούς κατανόησης μεταξύ τους
- ακόμα κρατάει αυτή η παρεξήγηση μεταξύ σας;
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεξήγηση