παρεπιδημώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρεπιδημῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεπιδημώ < αρχαία ελληνική παρεπιδημῶ < παρά + ἐπιδημέω / ἐπιδημῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

παρεπιδημώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]