παρεσθίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεσθίω < παρά + ἐσθίω

Ρήμα[επεξεργασία]

παρεσθίω

  1. τρώω ή δαγκώνω ένα κομμάτι από κάτι
  2. τρώω δίπλα ή στο πλάι από το μέρος που τρώνε ή κάθονται οι υπόλοιποι