παρευθύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρευθύς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρευθύς < παρά + εὐθύς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾeˈfθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρευ‐θύς
Επίρρημα[επεξεργασία]
παρευθύς (χρονικό επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρευθύς
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρονικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)