παρθενικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρθενικότητα < παρθενικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρθενικότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς παρθενικός, η ιδιότητα του παρθενικού, του παρθένου
- η παρθενικότητα της φύσης
- (μεταφορικά) αθωότητα, αγνότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρθενικότητα
|