παρθενογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρθενογένεση | οι | παρθενογενέσεις |
γενική | της | παρθενογένεσης* | των | παρθενογενέσεων |
αιτιατική | την | παρθενογένεση | τις | παρθενογενέσεις |
κλητική | παρθενογένεση | παρθενογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρθενογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρθενογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική parthénogenèse < αρχαία ελληνική παρθένος + γένεσις
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρθενογένεση θηλυκό
- η γέννηση ή η δημιουργία κάποιου οργανισμού χωρίς τη συμμετοχή του αρσενικού στην αναπαραγωγική διαδικασία
- (μεταφορικά) η δημιουργία απ’ το μηδέν, απ’ το τίποτα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρθενογένεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)