παρθενωπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρθενωπός < ελληνιστική κοινή παρθενωπός < αρχαία ελληνική παρθένος + ὤψ
Επίθετο[επεξεργασία]
παρθενωπός
- (αρχαιοπρεπές) που μοιάζει (στην όψη) με παρθένο
- (μεταφορικά) χαριτωμένος ή θηλυπρεπής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρθενωπός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)