παρκάρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paɾˈka.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐κά‐ρο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]παρκάρομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρκάρω