παρκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρκάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική parcar(e) + -άρω < γαλλική parquer [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paɾˈka.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐κά‐ρω
παρώνυμο: μαρκάρω, παρλάρω

Ρήμα[επεξεργασία]

παρκάρω, αόρ.: πάρκαρα/παρκάρισα, παθ.φωνή: παρκάρομαι, π.αόρ.: παρκαρίστηκα, μτχ.π.π.: παρκαρισμένος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: πάρκαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: παρκάρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]