παρκαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρκαδόρος αρσενικό, πληθυντικός: παρκαδόροι
- (επάγγελμα) ο οδηγός που γνωρίζει να παρκάρει οχήματα σε χώρους προσωρινής στάθμευσης
- αυτός που επιμελείται τους παραπάνω χώρους πάρκινγκ