παρκ φερμέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρκ φερμέ < γαλλική parc fermé
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρκ φερμέ ουδέτερο άκλιτο
- κλειστός φυλασσόμενος χώρος για τη στάθμευση αγωνιστικών αυτοκινήτων πριν από αγώνες, ώστε να αποτραπεί κάθε μετατροπή ή βελτίωση του κινητήρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρκ φερμέ