παρμεζάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρμεζάνα οι παρμεζάνες
      γενική της παρμεζάνας
    αιτιατική την παρμεζάνα τις παρμεζάνες
     κλητική παρμεζάνα παρμεζάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κεφάλι παρμεζάνας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρμεζάνα < ιταλική parmigiano < Parma (Πάρμα, ιταλική πόλη από όπου προέρχεται)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρμεζάνα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]