παρμπρίζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρμπρίζ < γαλλική pare-brise
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρμπρίζ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία): το προστατευτικό τζάμι στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις αλεξήνεμο και ανεμοθώρακας
- (κατ’ επέκταση) το προστατευτικό τζάμι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ή και τα πλαϊνά παράθυρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρμπρίζ