παρνασσισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο παρνασσισμός
      γενική του παρνασσισμού
    αιτιατική τον παρνασσισμό
     κλητική παρνασσισμέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρνασσισμός < Παρνασσ(ός) + -ισμός, απόδοση για τη γαλλική école parnassienne, le Ρarnasse < αρχαία ελληνική Παρνασσός (το βουνό όπου σύχναζαν ο Απόλλωνας και οι Μούσες)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paɾ.na.siˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐να‐σι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρνασσισμός αρσενικό

  • λογοτεχνικό ρεύμα του 19ου αιώνα και εστίαζε στην τελειομανία και στην αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων για την δημιουργία του άψογου ποιήματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]