παροίκηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παροίκηση | οι | παροικήσεις |
γενική | της | παροίκησης* | των | παροικήσεων |
αιτιατική | την | παροίκηση | τις | παροικήσεις |
κλητική | παροίκηση | παροικήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παροικήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροίκηση < αρχαία ελληνική παροίκησις < παροικέω < πάροικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροίκηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παροικώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροίκηση
|