παροδικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παροδικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι παροδικό(ς), η ιδιότητα του παροδικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παροδικότητα