παροικούντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | παροικούντες | ||
γενική | των | παροικούντων | ||
αιτιατική | τους | παροικούντες | ||
κλητική | παροικούντες | |||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροικούντες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροικοῦντες, μετοχή ενεστώτα του παροικῶ (ὁ παροικῶν, ἡ παροικοῦσα, τὸ παροικοῦν) συνηρημένου τύπου του παροικέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροικούντες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ: που γνωρίζουν καλά πρόσωπα και πράγματα μιας σχετικά κλειστής ή περιορισμένης κοινότητας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροικούντες
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)