παροιμιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροιμιώδης < ελληνιστική κοινή παροιμιώδης < αρχαία ελληνική παροιμία
Επίθετο[επεξεργασία]
παροιμιώδης
- που είναι γνωστός και ξακουστός σε όλους, ο περιώνυμος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροιμιώδης