παρομοίως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρομοίως < αρχαία ελληνική παρομοίως
Επίρρημα
[επεξεργασία]παρομοίως
- (λόγιο) άλλη μορφή του παρόμοια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρομοίως
|