παρομοιάζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρομοιάζω < ελληνιστική κοινή παρομοιάζω < παρόμοιος < παρά + ὁμοῖος / ὅμοιος
Ρήμα
[επεξεργασία]παρομοιάζω (παθητική φωνή: παρομοιάζομαι)
- συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο δείχνοντας ότι υπάρχει κάποια ομοιότητα μεταξύ τους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αξιοπαρόμοιαστος
- απαρομοίαστος / απαρόμοιαστος
- παρομοιασμένος
- παρομοιαστικός
- παρομοίωση
- → δείτε τις λέξεις παρά και όμοιος