παροργισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροργισμός < ελληνιστική κοινή παροργισμός < παροργίζω < αρχαία ελληνική ὀργίζω < ὀργή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροργισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του παρόργιση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροργισμός
|