παρορμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρορμῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρορμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρορμάω / παρορμῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾoɾˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρορ‐μώ

Ρήμα[επεξεργασία]

παρορμώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

καθαρεύουσα:

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]