παρουσιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρουσιάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος παρουσιάζω, αρχαία ελληνική παρουσιάζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
παρουσιάζομαι
- προσέρχομαι σε δικαστήριο, στο στρατό ή αλλού, επειδή είμαι υποχρεωμένος να αναλάβω συγκεκριμένα καθήκοντα
- Το έμαθες; Ο Νίκος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως ένορκος.
- με παρουσιάζουν
- Σήμερα παρουσιάστηκαν οι Καρυάτιδες στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρουσιάζομαι